κατάδικος

κατάδικος
-η, -ο (AM κατάδικος, -ον)
αυτός κατά τού οποίου έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που εκτίει ποινή
μσν.
1. αντίθετος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κατάδικος
α) πολέμιος, εναντίος
β) αντίδικος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάδικον
το αντίθετο
αρχ.
αυτός που έχει καταδικαστεί σε πρόστιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. έν-δικος, υπό-δικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατάδικος — having judgement given against masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδικός — ή, ό (με την προσ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.) εντελώς δικός μου, κτήμα μου («τό σπίτι είναι καταδικό μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτητ. αντων. δικός, ή, ό] …   Dictionary of Greek

  • κατάδικος — ο, η αυτός που καταδικάστηκε για εγκληματική πράξη, αυτός που κάνει την τιμωρία του στη φυλακή: Περιμένεις να ακούσεις ηθικές συμβουλές από έναν κατάδικο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδικός — ή, ό πάντα μαζί με κάποιο αδύνατο τύπο προσωπικής αντωνυμίας, ο ολότελα δικός μου: Το σπίτι αυτό είναι κατάδικό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάδικον — κατάδικος having judgement given against masc/fem acc sg κατάδικος having judgement given against neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδικώτερος — κατάδικος having judgement given against masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκοις — κατάδικος having judgement given against masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκου — κατάδικος having judgement given against masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκους — κατάδικος having judgement given against masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδίκων — κατάδικος having judgement given against masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”