κατάδικος — having judgement given against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικός — ή, ό (με την προσ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.) εντελώς δικός μου, κτήμα μου («τό σπίτι είναι καταδικό μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτητ. αντων. δικός, ή, ό] … Dictionary of Greek
κατάδικος — ο, η αυτός που καταδικάστηκε για εγκληματική πράξη, αυτός που κάνει την τιμωρία του στη φυλακή: Περιμένεις να ακούσεις ηθικές συμβουλές από έναν κατάδικο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδικός — ή, ό πάντα μαζί με κάποιο αδύνατο τύπο προσωπικής αντωνυμίας, ο ολότελα δικός μου: Το σπίτι αυτό είναι κατάδικό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάδικον — κατάδικος having judgement given against masc/fem acc sg κατάδικος having judgement given against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικώτερος — κατάδικος having judgement given against masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκοις — κατάδικος having judgement given against masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκου — κατάδικος having judgement given against masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκους — κατάδικος having judgement given against masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκων — κατάδικος having judgement given against masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)